μωαμεθανικός

μωαμεθανικός
η , ό[ν] магометанский, мусульманский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μωαμεθανικός" в других словарях:

  • μωαμεθανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μωάμεθ ή στους μωαμεθανούς και στον μωαμεθανισμό. επίρρ... μωαμεθανικώς και ά με μωαμεθανικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωαμεθανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • μωαμεθανικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο Μωάμεθ ή το μωαμεθανισμό, μουσουλμανικός, ισλαμικός: Μωαμεθανικές τελετές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μωαμεθικός — μωαμεθικός, ή, όν (Μ) [Μωάμεθ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μωάμεθ, μωαμεθανικός …   Dictionary of Greek

  • μουσουλμανικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους μουσουλμάνους, μωαμεθανικός, ισλαμικός: Μουσουλμανικό τέμενος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»